Φωτογραφίες 50×70 cm

Η πραγματικότητα αποτυπώνεται σε στιγμιότυπα, σε μια φωτογραφία, σε ένα πρόσωπο, σε ένα τοπίο. H αποτυπωμένη αυτή εικόνα συνιστά ένα καινούριο περιβάλλον, που συνιστά για το θεατή μια εμπειρία αντίστοιχη αυτής του πραγματικού κόσμου. Η φωτογραφία αντιμετωπίζεται ως η συνέχεια του χρόνου και του χώρου σε μια άλλη διάσταση, ως μέρος μιας κατάστασης ‘εν εξελίξει’.

 

Η αναπαράσταση εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα της πρόθεσης του δημιουργού. Η φωτογραφία διακρίνεται από τα στρώματα της πληροφορίας, τις μικρές αφηγήσεις που προκύπτουν από τη σχέση των στοιχείων του θέματος ή τη σχέση θέματος και περιβάλλοντος. Σε αυτή τη σειρά έργων, η περιγραφή της πραγματικότητας της πόλης, αποκαλύπτεται μέσω των στιγμιοτύπων που περιγράφουν την παθογένεια της. Εστιάζοντας σε χώρους άδειους, σε όψεις κτιρίων, στην απεικόνιση γραφείων, διαδρόμων, πλατύσκαλων, τοίχων, επίπλων, σωληνώσεων, γδαρμένων επιφανειών, ο θεατής οδηγείται στην ανάγνωση του όλου μέσα από την εστίαση του μικρόκοσμου και της λεπτομέρειας.

 

Ο μικρόκοσμος αυτός περιγράφεται μέσα στο πλαίσιο της συνεχόμενης υποβάθμισης του ιστορικού κέντρου, του ευρύτερου κοινωνικού – οικονομικού μαρασμού, στα πλαίσια της αυθαίρετης ιδιωτικοποίησης των δημόσιων λειτουργιών και χώρων, των κενών κτιρίων και καταστημάτων.

 

Εργαλείο καταγραφής αποτελεί η κάμερα. Η κάμερα τοποθετείται εν μέσω του παρελθόντος και του παρόντος της πόλης. Εστιάζοντας σε αποσπασματικές λεπτομέρειες των κτιριακών κελύφων, αποκρυπτογραφούνται οι παθογένειες του συνόλου. Η στοχευμένη απόκρυψη του ευρύτερου αρχιτεκτονικού χώρου συσχετίζεται με την προσπάθεια αφουγκρασμού της πόλης μέσω των νεκρών κυττάρων της και της σύνθεσης μιας βιωματικής εμπειρίας.

 

Η ατμόσφαιρα της νεκρής ζώνης του ιστορικού αθηναϊκού κέντρου περιγράφεται με τη χρήση φωτογραφικών στιγμιοτύπων. Η κατανόηση του γενικού επιτυγχάνεται μέσω της εστίασης στο ειδικό και της προσπάθειας εισχώρησης σε αυτό. Το ειδικό αποκαλύπτει ένα απομεινάρι μιας πρότερης αισθητικής άρρηκτα συνδεδεμένης με τη μνήμη της ουτοπικής ευημερίας του παρελθόντος.

 

Το εγκαταλελειμμένο εσωτερικό ενός κτιρίου μας δίνει την ανάγνωση ενός νεκρού σημείου του σώματος της πόλης. Κλειστές πόρτες, ξηλωμένες επιγραφές, γδαρμένοι τοίχοι, σπασμένα παράθυρα, είναι τα στιγμιότυπα που καταγράφησαν. Η σημειακή εστίαση συλλαμβάνει και αποδίδει συγκρούσεις, αντιθέσεις και υπερβάσεις οι οποίες αφορούν το σύνολο του σώματος.

 

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για βιολογικό και οριστικό τέλος, αλλά κυρίως για μια “μετάλλαξη”, μια μετάβαση που οδηγεί σε μια νέα μορφή και μια νέα αρχή. Το παραμελημένο κτίριο αποχαιρετά παλαιότερες μορφές ζωής του και εισέρχεται σε μια νέα εποχή, αυτή των νέων δεδομένων και του εκσυγχρονισμού. Η πόλη μετασχηματίζεται αργά και σταθερά. Ο οικονονομικοκοινωνικός της χαρακτήρας διαφοροποιείται, νέες μορφές κατοίκησης και οικιοποίησης έρχονται να βρουν χώρο μέσα στο παλιό που φθίνει νομοτελειακά. Οι σύγχρονες μορφές ζημώνονται με τις παλιές, γεννιέται το καινούργιο. Η πόλη αναγεννείται ως ένας ζωντανός οργανισμός. Το σώμα της μεγαλώνει, αλλάζει, κουβαλάει επί χρόνια τις ίδιες εικόνες, δέχεται επιθέσεις και αλλοιώνεται.

 

Το ιστορικό κέντρο – τρίγωνο της Αθήνας, φέρει μνήμες από το παρελθόν, πειρασμούς από το παρόν μαζί με ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό ανθρώπων από όλες τις φυλές του κόσμου. Στο κέντρο του τριγώνου, η οδός Ευριπίδου, αποτελεί την επιτομή της νεότερης ιστορίας της πόλης ενσωματώνοντας στοιχεία από το πρόσωπο του νεότερου Δυτικού πολιτισμού.